- σερπιερίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) ένυδρο θειικό ορυκτό τού χαλκού, τού ψευδαργύρου και τού ασβεστίου, με γαλαζοπράσινο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. serpierite, από το όν. τού Ιταλού μηχανολόγου εξερευνητή J. B. Serpieri].
Dictionary of Greek. 2013.